ανύμφευτος

ανύμφευτος
κ. ανύφευτος, -η, -ο (AM ἀνύμφευτος, -ον)
άγαμος, ανύπαντρος («εδώ κοιμάτ' αφέντης μας τ' όμορφο παλληκάρι τ' όμορφο και τ' ανύφευτο, μόν' αρραβωνιασμένο», Δημοτικό
«Χαῑρε, Νύμφη ἀνύμφευτε», προσφώνηση της Θεοτόκου στον Ακάθιστο Ύμνο
«ἀνύμφευτος αἰὲν οἰχνῶ», Σοφ., Ηλέκτρα).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀνύμφευτος — unwedded masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανύμφευτος — η, ο άγαμος: Δεν ήθελε να μείνει η κόρη του ανύμφευτη· «νύμφη ανύμφευτος», η Παναγία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνύμφευτον — ἀνύμφευτος unwedded masc/fem acc sg ἀνύμφευτος unwedded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνυμφεύτοιο — ἀνύμφευτος unwedded masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνυμφεύτοισι — ἀνύμφευτος unwedded masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνυμφεύτου — ἀνύμφευτος unwedded masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνυμφεύτους — ἀνύμφευτος unwedded masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνυμφεύτων — ἀνύμφευτος unwedded masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνυμφεύτῳ — ἀνύμφευτος unwedded masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνύμφευτα — ἀνύμφευτος unwedded neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”